• 29 ΝΟΈ 17

    Ψυχολογικές ανάγκες σχολικής ηλικίας

    Η έναρξη του δημοτικού σχολείου είναι ένας στρεσσογόνος παράγοντας, όχι όμως τόσο για το παιδί, όσο για τους γονείς. Το παιδί καλείται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σχολικού πλαισίου, όπως αυτό διαμορφώνεται από τους εκπαιδευτικούς, τα παιδιά, αλλά και στις απαιτήσεις και προσδοκίες των γονιών. Βασικό ζήτημα για το παιδί να ξεκινάει από την ίδια αφετηρία με τα υπόλοιπα.

    Ξεκινώντας από τα αισθητήρια όργανα (μάτια και αυτιά), τα οποία χρειάζεται να ελεγχθούν αν υπάρχει έστω και υπόνοια δυσλειτουργίας, εξασφαλίζουμε την ισότιμη συμμετοχή του στη μαθησιακή διαδικασία. Χρειάζεται επίσης να εξεταστεί το επίπεδο κατάκτησης του προφορικού λόγου (αντίληψης και έκφρασης) και η ικανότητα αφομοίωσης γνώσεων, ή άλλες δυσκολίες λεπτής ή αδρής κινητικότητας. Πολλές φορές υπάρχουν κάποια στοιχεία τα οποία υποδεικνύουν τις παραπάνω δυσκολίες.

    Ξεκινώντας το παιδί το δημοτικό, αρχίζει μια μεγάλη σε χρόνο απομάκρυνσή του από το οικείο περιβάλλον, που το υποχρεώνει να ανταποκριθεί σε αρκετά ζητήματα κυρίως αυτοεξυπηρέτησης. Καλείται να μάθει να φροντίζει τον εαυτό του, να προσέχει το σώμα του και να αναζητάει βοήθεια όταν χρειάζεται. Αυτά είναι θέματα στα οποία πρέπει να εκπαιδευτεί από τους γονείς. Ενώ κάποιοι γονείς έχουν κρυφή ή φανερή και δηλωμένη επιθυμία να ξεχωρίζει το παιδί θετικά από τα υπόλοιπα, αυτό που θέλει το ίδιο το παιδί είναι κατ’ αρχήν να ανήκει ισότιμα στο σχολικό σύστημα. Αν του επιτρέπουν οι ικανότητες του να διακριθεί στον τομέα των επιδόσεων, είτε στα μαθήματα, είτε στα αθλήματα είτε σε κάποιον άλλον τομέα, αυτό βοηθάει ιδιαίτερα, γιατί του δίνει και έναν άλλο, αναγνωρίσιμο από τους άλλους, ρόλο.

    Η έναρξη της διαδικασίας της μάθησης είναι ένα νέο και σχετικά άγνωστο πεδίο για το παιδί. Ο γονιός χρειάζεται ουσιαστικά «να πάρει το παιδί από το χέρι» και να το συνοδεύσει με ψυχραιμία και θετική διάθεση στο μονοπάτι της μάθησης. Μια δυσκολία του παιδιού σε μαθησιακό επίπεδο, γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν οι χειρισμοί τόσο από το σχολείο, αλλά κυρίως από το σπίτι δεν είναι οι κατάλληλοι και ενδεδειγμένοι. Δεν είναι ομολογουμένως εύκολο να ξεκαθαρίσει ένας γονιός και να δώσει απάντηση στο αν το παιδί του «δεν θέλει» ή «δεν μπορεί» να αποδώσει σε απλά κατά τον ενήλικα πράγματα. Το αποτέλεσμα είναι να ασκούν οι γονείς πίεση στο παιδί για να αποδώσει, χωρίς πολλές φορές να γνωρίζουν τα όρια του ίδιου του παιδιού. Συχνά χαρακτηρίζεται εύκολα ένα παιδί «τεμπέλικο», τόσο από τους γονείς, όσο και από τους εκπαιδευτικούς. Η συνεχής και έντονη πίεση έχει σαν αποτέλεσμα το παιδί να επενδύει αρνητικά στη μάθηση, να μειώνεται η αυτοεκτίμησή του και οι διαρκείς συγκρούσεις σε σχέση με τη μελέτη να επηρεάζουν όλη την οικογένεια. Οι κατάλληλοι και ενδεδειγμένοι χειρισμοί για το κάθε παιδί προσδιορίζονται από τις ικανότητες και δυνατότητές του, από την ιδιοσυγκρασία του παιδιού και των γονιών του και την καλή και άμεση επικοινωνία των γονιών και του εκπαιδευτικού.

    Ως βασικές αρχές σημειώνω την αποφυγή σύγκρισης με άλλα παιδιά, επιδιώκουμε μια τακτική, καλή επικοινωνία με τον εκπαιδευτικό, τον οποίο σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητούμε παρουσία του παιδιού, ενώ σεβόμαστε την επιλογή του παιδιού να μην μεταφέρει εικόνες και πράγματα από το σχολείο. Προσοχή επίσης χρειάζεται η συναισθηματική επένδυση των στόχων και ειδικότερα των βαθμών του. Αν από τη μία πλευρά είναι το συνεχές κυνήγι των βαθμών και από την άλλη η απαξίωσή τους, κάπου στη μέση βρίσκεται η αλήθεια. Στην πράξη αυτό που ζητάμε από το παιδί είναι να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του και να αναμένουμε την επιβράβευση (τους βαθμούς) που αντιστοιχούν στις ικανότητες και δυνατότητές του.

    Οι σύγχρονες ανάγκες, πραγματικές και τεχνητές, το διαμορφωμένο κοινωνικό κλίμα και ο μιμητισμός, θέτει τα παιδιά σε μια ξέφρενη πορεία στην καθημερινότητά τους με πάμπολλες δραστηριότητες, παραγνωρίζοντας μια βασική ανάγκη. Τη βασική ανάγκη του ελεύθερου χρόνου, τον οποίο το παιδί θα αξιοποιήσει, είτε στο ελεύθερο παιχνίδι, είτε κατά την κρίση του (να αναπτύξει ελεύθερα τη φαντασία του ή ακόμη και να βαρεθεί). Στη σχολική ηλικία αρχίζει το παιδί να δίνει το δικό του στίγμα σε σχέση με τις επιλογές, επιθυμίες και ανάγκες του και η συνδιαλλαγή του με τον κόσμο γίνεται ολοένα και πιο ώριμη. Είναι απαραίτητο να ακολουθήσουμε το παιδί στην εξέλιξη του, δίνοντάς του εκείνα τα δικαιώματα που αντιστοιχούν στη ηλικία του, αλλά και τις ανάλογες υποχρεώσεις. Το πλαίσιο αυτό συνδιαμορφώνεται από τους γονείς, μέσα σε ένα ασφαλές και προβλέψιμο οικογενειακό περιβάλλον.

    Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υπάρχει μια κοινή και ενιαία στάση των γονιών που να χαρακτηρίζεται από σταθερούς κανόνες, δικαιοσύνη και ευαισθησία από τους γονείς, αποφεύγοντας απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, συγκρίσεις με τα αδέλφια ή με άλλα παιδιά ή με απρόβλεπτη και τιμωρητική στάση. Είναι πολύ σημαντικό να ακούμε τα παιδιά και να αφουγκραζόμαστε πως σκέφτονται και πως αισθάνονται, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα ακολουθούμε, αφού δεν έχουν, ούτε την κρίση, ούτε και τις γνώσεις για να γνωρίζουν το σωστό και το λάθος. Από τους γονείς τα παιδιά περιμένουν να τους υποδείξουν τους κανόνες και τα όρια.

    Οι σχέσεις με τους συνομήλικους έχουν μια ουσιαστική συμβολή στην ψυχική ισορροπία του παιδιού. Όσο περισσότερες και καλές σχέσεις έχει ένα παιδί με συνομήλικους, τόσο καλύτερα αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και λειτουργεί. Μέσα από την επαφή, τον ανταγωνισμό, το μοίρασμα, τη βοήθεια, βλέπει κανείς τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων, βγάζοντας συμπεράσματα και για τον εαυτό του. Η έννοια της αυτοαντίληψης υπάρχει σε όλες τις αναπτυξιακές φάσεις του ανθρώπου. Οι γονείς βοηθάνε ουσιαστικά το παιδί δείχνοντάς του, προσδιορίζοντάς του, τονίζοντας, ή υποβαθμίζοντας επιθυμητές ή ανεπιθύμητες συμπεριφορές, αδυναμίες ή ικανότητες. Πολλές φορές ο γονιός στην προσπάθειά του να «τονώσει την αυτοεκτίμηση» του παιδιού, του επιτρέπει να κερδίζει είτε σε παιχνίδια, είτε σε άλλα πεδία, δίνοντας στο παιδί μια αναληθή εικόνα των δικών του ικανοτήτων. Έχει παρεξηγηθεί η έννοια της επιβράβευσης, η οποία όταν προσφέρεται χωρίς όριο, ή χωρίς αντιστοιχία με τα επιτεύγματα έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα.

    Η αίσθηση εσωτερικής ασφάλειας είναι μια διαρκής ανάγκη του παιδιού, που επιτυγχάνεται με τη δόμηση του περιβάλλοντος, το ρυθμό που χρειάζεται να έχει στην καθημερινότητά του και γνωρίζοντας τα όρια τα οποία τίθενται με σταθερότητα από τους γονείς. Δεν είναι καθόλου απαραίτητο να καταφεύγει ο γονιός σε ακραίες λύσεις ή συμπεριφορές που περισσότερο δημιουργούν παρά λύνουν προβλήματα. Για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου απαραίτητο να εξαφανίζουμε τα ηλεκτρονικά παιχνίδια ή την τηλεόραση στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, αλλά να συνδιαμορφώνουμε το πλαίσιο και τα όρια μέσα στα οποία το παιδί μπορεί να ασχολείται με τα παραπάνω, χωρίς επιπτώσεις στη λειτουργικότητά του.

    Οι παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν την ψυχική υγεία και ισορροπία του παιδιού περιλαμβάνουν ενδοοικογενειακούς και εξωοικογενειακούς. Στους πρώτους περιλαμβάνονται μακρόχρονες ψυχοκοινωνικές δυσκολίες, όπως οικογενειακή ή συζυγική δυσαρμονία, ένας άσχημος, απότομος και πολύ φορτισμένος χωρισμός ή διαζύγιο, ενδοοικογενειακή βία, ψυχική νόσος του γονέα, παραμέληση ή κακοποίηση. Τα ενδοοικογενειακά στοιχεία που ενισχύουν τις ισορροπίες και βελτιώνουν τη λειτουργικότητα της οικογένειας είναι η αναγνώριση της θέσης και αξίας του κάθε μέλους ξεχωριστά, όπως και η σαφής οριοθέτηση του «ζωτικού χώρου» του καθενός. Επιπλέον, η επίλυση και χειρισμός συγκρούσεων, ή των προβλημάτων του κάθε μέλους, ενισχύει το πνεύμα συνεργασίας και επικοινωνίας, ισχυροποιεί τους δεσμούς και εκπαιδεύει τα μέλη.

    Στους εξωοικογενειακούς παράγοντες περιλαμβάνονται, δυσκολίες στο σχολείο, όπως αποτυχία σε εξετάσεις, μαθησιακές δυσκολίες με αποτέλεσμα μειωμένη επίδοση, διάλυση φιλικών σχέσεων, κοινωνική απομόνωση και εκφοβισμός (bullying). Τα αποτελέσματα από την επίδραση αυτών αλλά και άλλων παραγόντων μπορεί να περιλαμβάνουν προβλήματα στη διάθεση, απώλεια της ενεργητικότητας του παιδιού, αυτομομφές, αισθήματα ενοχών, μειωμένη αυτοεκτίμηση, διαταραχές του ύπνου, της όρεξης και της προσοχής και συγκέντρωσης του παιδιού. Σημειώνεται ότι τα παραπάνω θα προκαλέσουν την ανησυχία των γονιών, εφόσον επιμένουν στο χρόνο και δεν είναι παροδικά, και στο σύνολό τους προκαλούν μια δυσλειτουργία στην εύρυθμη προσωπική ή και κοινωνική λειτουργικότητα του παιδιού.

     

    Τιμόθεος Σάββα

    Παιδοψυχίατρος