• 29 ΝΟΈ 17

    Ψυχολογικές ανάγκες παιδιού προσχολικής ηλικίας

    Μετά τον πρώτο χρόνο της ζωής και αφού έχει αρχίσει να κάνει παντοιοτρόπως αισθητή την παρουσία του το παιδί, εκφράζοντας πιο σαφείς απαιτήσεις, διαντιδρώντας με πιο ενεργητικό και ολοκληρωμένο τρόπο με το περιβάλλον, και αναδεικνύοντας τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, τροποποιείται και η προσέγγιση των γονιών. Αρχίζοντας να περπατάει και να κινείται ανεξάρτητα, όπως είναι προδιαγεγραμμένο, αρχίζει και η εξερεύνηση.

    Η εξερεύνηση του κόσμου από το παιδί δεν απαιτεί τίποτα περισσότερο, από την καθοδήγηση, ενθάρρυνση και υποστήριξη των προσώπων που το φροντίζουν. Όσο πιο σταθερή και υγιής είναι η συναισθηματική του βάση, δηλαδή η μητέρα, τόσο πιο σταθερά βήματα απομάκρυνσης θα κάνει και το παιδί. Μεγαλώνοντας το παιδί δίνουμε όλο και περισσότερο χώρο, κυριολεκτικό και μεταφορικό για να αναπτυχθεί. Μέχρι την ηλικία των 2½ περίπου ετών δεν μπορεί μόνο του το παιδί να οργανώσει μια δραστηριότητα ή παιχνίδι και γι’ αυτό χρειάζεται την παρουσία και καθοδήγηση του ενήλικα ή μεγαλύτερου παιδιού. Σταδιακά απομακρύνεται ο γονιός και τη θέση του παίρνει η ομάδα των συνομηλίκων. Βασική προϋπόθεση για να ενταχθεί στην ομάδα των συνομηλίκων είναι η ολοκληρωμένη καταγραφή στο μυαλό του παιδιού της εικόνας της μητέρας. Αν μείνει δηλαδή κάποιες ώρες μακριά από τη μαμά, αυτή δεν θα εξαφανιστεί. Αν ο δεσμός με τη μητέρα είναι επιτυχής, μπορεί το παιδί γύρω στην ηλικία των 3 ετών να ενταχθεί σε ομάδα συνομηλίκων απ’ όπου θα αποκομίσει σημαντικά οφέλη.

    Η ηθική και λιγότερο η υλική επιβράβευση του παιδιού στην πορεία ανεξαρτητοποίησής του, στην κατάκτηση βασικών δεξιοτήτων και ικανοτήτων, είναι ένας βασικός μοχλός υποβοήθησης αυτής της πορείας. Όσο μεγαλώνει το παιδί και όσο πιο σταθερά κατακτά τους διάφορους σταθμούς της εξέλιξής του, τόσο μειώνεται η επιβράβευση. Δηλαδή δεν επιβραβεύουμε τα αυτονόητα. Για παράδειγμα, δεν πανηγυρίζουμε αν το παιδί μπορεί να ζωγραφίσει ένα ωραίο κύκλο στα 5 του χρόνια, όταν αυτό το είχε καταφέρει στα 2.

    Από την άλλη, επειδή κανένας δεν γεννιέται με χαραγμένα στο μυαλό τα όρια και το μέτρο, καλείται ο γονιός να συνδιαμορφώσει μαζί με το παιδί εκείνο το πλαίσιο που θα δώσει στο παιδί τη δυνατότητα να ξεχωρίσει σιγά σιγά το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος. Η σταθερή οριοθέτηση του μικρού εξερευνητή, βοηθάει ιδιαίτερα στην αντίληψη από το παιδί των ανθρωπίνων σχέσεων, της υγιούς αλληλεπίδρασης, των κανόνων και της αναγνώρισης των «δικαιωμάτων και υποχρεώσεών» του. Τα αποτελέσματα της σταθερής οριοθέτησης τα βλέπουμε αργότερα όταν ενταχθεί στην ομάδα των συνομηλίκων. Εκεί παρατηρούμε παιδάκια τα οποία δεν έχουν μάθει να μοιράζονται, να περιμένουν τη σειρά τους, ή άλλα που δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους για να λειτουργήσουν σαν ισότιμοι συμπαίκτες μέσα στην ομάδα.

    Αν η άνευ όρων αποδοχή των αιτημάτων του παιδιού είναι το ένα άκρο και η αυστηρή καθοδήγηση και διαρκής επίβλεψη είναι το άλλο, η αλήθεια βρίσκεται στη μέση. Το θεμιτό είναι να ακούμε, να αφουγκραζόμαστε τα παιδιά, ώστε να γνωρίζουμε πως σκέφτονται και αισθάνονται, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι θεμιτό να τα ακολουθούμε, για τον απλούστατο λόγο ότι τα παιδιά περιμένουν από τους γονείς να τα καθοδηγήσουν και όχι το αντίστροφο.

    Στην προσχολική ηλικία τα παιδιά συμμετέχουν πολύ περισσότερο στην οικογενειακή ζωή με άποψη, σωστή ή λανθασμένη. Σημειώνεται εδώ ότι η λειτουργικότητα του γονικού ζεύγους, παίζει ένα ουσιαστικό ρόλο στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Τα προβλήματα επικοινωνίας, οι σοβαρές διαφωνίες, η ψυχική ή σωματική νόσος ενός γονέα, ή η έλλειψη ενός ρυθμού από την οικογένεια, έχει αναπόφευκτα επιπτώσεις στην ανάπτυξη του παιδιού.

    Οι όροι επικοινωνίας, η θέση του καθενός (μεταφορική και κυριολεκτική) μέσα στο οικογενειακό σύστημα, οι κανόνες, οι αρχές και αξίες, ορίζονται από τους γονείς και διδάσκονται ή μεταφέρονται στα παιδιά. Μια δυσλειτουργία του ζεύγους, απορυθμίζει το σύστημα αλλά και τα μέλη του. Δεν επιτρέπεται να βρίσκεται ένα παιδάκι σε μια θέση όπου πρέπει να αποφασίσει ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, όταν οι γονείς εκφράζουν δύο διαφορετικές θέσεις, απόψεις ή κανόνες. Είναι εύκολα αντιληπτό ότι το μυαλό του παιδιού διχάζεται και αποφασίζει με κριτήρια της ηλικίας του, κατατάσσοντας το ένα γονιό τη θέση του «καλού» και τον άλλο στη θέση του «κακού».

    Στους βασικούς κώδικες επικοινωνίας με τα παιδιά περιλαμβάνονται, η αλήθεια, η σταθερότητα και η συνέπεια. Αποφεύγουμε να ξεγελάμε τα παιδιά για να βγούμε από μια δύσκολη θέση ή να αποφύγουμε την γκρίνια και πίεσή τους. Δεν μπορούμε επίσης να αναιρούμε κανόνες, τιμωρίες, υποσχέσεις ή οτιδήποτε θα δήλωνε αστάθεια και ασυνέπεια. Αυτό που τα παιδιά αντιλαμβάνονται είναι κυρίως το τόνος και την αποφασιστικότητα, όπως και τα μηνύματα του γονέα, που χρειάζεται να είναι σύντομα και σαφή. Έχοντας στο μυαλό ότι το παιδί δυσκολεύεται να αντιληφθεί έννοιες (καλό παιδί, φρόνιμος, άτακτος, ευγενικός κλπ.), αυτό που χρειάζεται είναι να αποτρέπουμε ή να επικροτούμε μια συμπεριφορά.

    Τέλος, κάποια παιδιά, ειδικά της προσχολικής ηλικίας χρησιμοποιούν κάποιο «μεταβατικό αντικείμενο» για να μπορέσουν να αποκοιμηθούν. Π.χ. ένα κουκλάκι, μια κουβερτούλα ή ένα σεντονάκι που δεν μπορούν να αποχωριστούν εύκολα. Αυτό τα βοηθάει να μεταβούν πιο εύκολα από την κατάσταση του ξύπνιου στη κατάσταση του ύπνου. Δεν παρεμβαίνουμε αφαιρώντας το ή στερώντας το από το παιδί, χωρίς τη συναίνεσή του. Η μυρωδιά και η υφή όπως έχει διαμορφωθεί από τη χρήση κάνουν πολλές φορές τα παιδιά να μην θέλουν ούτε και να το πλύνει η μητέρα.

     

    Τιμόθεος Σάββα

    Παιδοψυχίατρος